- ἡλιοδύσιον
- ἡλιο-δύσιον [ῠ], τό,A sunset, Vett.Val.362.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηλιοδύσιον — ἡλιοδύσιον, τὸ (Α) η δύση τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + δυσιον (< δυτης < δύω), πρβλ. λωπο δύσιον] … Dictionary of Greek
ἡλιοδύσιον — sunset neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιοδυσίου — ἡλιοδύσιον sunset neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek